πλανώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλανώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πλανάω / πλανῶ < αρχαία ελληνική πλανάομαι, μέση φωνή (σημασία: περιπλανιέμαι), με θέμα πλαν- αβέβαιης ετυμολογίας.[1] Για τις εκδοχές πιθανών ετυμολογήσεων → δείτε τη λέξη πλανάω.
- Διαφορετικό το πλαν- στο πλάνη στη σημασία: εργαλείο για λείανση, πλανίζω και στο πλάνο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /plaˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐νώ
- τονικό παρώνυμο: πλάνο
Ρήμα
επεξεργασίαπλανώ, -άς..., αόρ.: πλάνεσα/πλάνεψα, παθ.φωνή: πλανώμαι/πλανιέμαι, π.αόρ.: πλανήθηκα, μτχ.π.π.: πλανημένος/πεπλανημένος[2][3]
- ρίχνω κάποιον με τις ενέργειές μου σε πλάνη, τον αναγκάζω να συμπεράνει και να εκτιμήσει λανθασμένα κάποια πράγματα
Σημειώσεις
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πλαν-
πλαν-
- ανθρωποπλάνος
- απλάνετος
- απλάνευτος
- απλανής, απλανές
- απλάνητος
- απλανώς
- απαραπλάνητα
- αποπλανεύω
- αποπλανώ, αποπλανώμαι & συγγενικά
- αργοπλανιέμαι
- γυναικοπλάνος
- ιδεοπλάνητος
- καρδιοπλάνος
- καρδιοπλανευτής
- κοσμοπλανευτής
- κοσμοπλάνης
- κοσμοπλάνος
- λαοπλάνος
- ξεπλάνεμα
- ξεπλανεύω
- ξεπλανώ
- παραπλανώ & συγγενικά
- πεπλανημένος
- περιπλανιέμαι, περιπλανώμαι & συγγενικά
- όπως περιπλανώμενος
- πλάνεμα
- πλανεμένος & σύνθετα
- πλανεμός
- πλανερά (επίρρημα)
- πλανερός
- πλανεύω & συγγενικά, σύνθετα
- πλανευτής, πλανεύτρα
- πλανευτικός
- πλανευτός
- πλάνεψη
- πλανημένος
- πλάνη (στη σημασία: παραπλάνηση)
- πλανημένος
- πλάνης & σύνθετα -πλανής, συγγενικά
- πλάνητας
- -πλάνητος
- πλανητής
- πλανήτης & συγγενικά (από το πλάνης)
- πλανήτις
- πλανολόγος
- πλανόβιος
- πλανόδιος
- πλανοδίως
- -πλάνος
- συμπλανώμαι
- ψυχοπλάνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλανώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Η μετοχή πλανεμένος, από το πλανεύω, όπως και ο αόριστος πλάνεψα.
Πηγές
επεξεργασία- πλανώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας