Δείτε επίσης: πλανῶ

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πλανώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πλανάω / πλανῶ < αρχαία ελληνική πλανάομαι, μέση φωνή (σημασία: περιπλανιέμαι), με θέμα πλαν- αβέβαιης ετυμολογίας.[1] Για τις εκδοχές πιθανών ετυμολογήσεων → δείτε τη λέξη πλανάω.
Διαφορετικό το πλαν- στο πλάνη στη σημασία: εργαλείο για λείανση, πλανίζω και στο πλάνο.

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /plaˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐νώ
τονικό παρώνυμο: πλάνο

  ΡήμαΕπεξεργασία

πλανώ, -άς..., αόρ.: πλάνεσα/πλάνεψα, παθ.φωνή: πλανώμαι/πλανιέμαι, π.αόρ.: πλανήθηκα, μτχ.π.π.: πλανημένος/πεπλανημένος[2][3]

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
πλαν- 

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Η μετοχή πλανεμένος, από το πλανεύω, όπως και ο αόριστος πλάνεψα.

  ΠηγέςΕπεξεργασία