πλανῶ
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλανῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλανῶ, συνηρημένος τύπος του πλανάω και παράλληλος μεταγενέστερος τύπος πλανέω (> ρηματικοί τύποι -εῖς, -οῦμεν, -εῖτε)
Ρήμα
επεξεργασίαπλανῶ
- περιφέρω εδώ κι εκεί (στη μέση φωνή: περιπλανιέμαι)
- βγάζω απ' το σωστό δρόμο (στη μέση φωνή: παραστρατώ)
- ξεγελάω, εξαπατάω, παραπλανώ (στη μέση φωνή: παραπλανούμαι, πέφτω σε πλάνη)
- ξελογιάζω (στη μέση φωνή: ξελογιάζομαι, μαγεύομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι
επεξεργασίαόπως σε κείμενα:
- πλανεῖτε, πλανοῦνται, πλανῶνται
- πλανέσει
- ἐπλάνησεν, ἐπλανῆσαν
- ἐπλάνεσεν, ἐπλάνεσε, πλάνεσε
- πλανεθοῦμεν, πλανεθεῖτε
- ἐπλανέθηκες, ἐπλανεθήκαμεν, ἐπλανηθήκατε
Μετοχές:
- πλανεμένος (και τύπος πλανωμένος
Πηγές
επεξεργασία- πλανέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.344 κ.ε. Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπλανῶ (μεσοπαθητικό συνηρημένο: πλανῶμαι)
- (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μορφή του πλανάω
- → δείτε τον αρχαίο μέσο τύπο πλανάομαι
Πηγές
επεξεργασία- πλανώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.