Δείτε επίσης: ξελαγιάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

ξελογιάζω, αόρ.: ξελόγιασα, παθ.φωνή: ξελογιάζομαι, π.αόρ.: ξελογιάστηκα, μτχ.π.π.: ξελογιασμένος

  1. κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του γοητεύοντάς τον
  2. προκαλώ παράφορο ή άνομο έρωτα
  3. (γενικότερα) εξωθώ σε διαφθορά [4]
     συνώνυμα: αποπλανώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΞΕΛΟΓΙΆΖΕΙΝ, § 1013, Τόμος Α΄ - du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis []. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]
  2. ξελογιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)