ξελογιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξελογιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξελογιάζω[1] < ξε- + λογιάζω (λόγ(ος) + -ιάζω)[2][3] Διαφορετικό το μεσαιωνικό ξελαγιάζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.loˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐λο‐γιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαξελογιάζω, αόρ.: ξελόγιασα, παθ.φωνή: ξελογιάζομαι, π.αόρ.: ξελογιάστηκα, μτχ.π.π.: ξελογιασμένος
- κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του γοητεύοντάς τον
- προκαλώ παράφορο ή άνομο έρωτα
- (γενικότερα) εξωθώ σε διαφθορά [4]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη λογιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξελογιάζω | ξελόγιαζα | θα ξελογιάζω | να ξελογιάζω | ξελογιάζοντας | |
β' ενικ. | ξελογιάζεις | ξελόγιαζες | θα ξελογιάζεις | να ξελογιάζεις | ξελόγιαζε | |
γ' ενικ. | ξελογιάζει | ξελόγιαζε | θα ξελογιάζει | να ξελογιάζει | ||
α' πληθ. | ξελογιάζουμε | ξελογιάζαμε | θα ξελογιάζουμε | να ξελογιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξελογιάζετε | ξελογιάζατε | θα ξελογιάζετε | να ξελογιάζετε | ξελογιάζετε | |
γ' πληθ. | ξελογιάζουν(ε) | ξελόγιαζαν ξελογιάζαν(ε) |
θα ξελογιάζουν(ε) | να ξελογιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξελόγιασα | θα ξελογιάσω | να ξελογιάσω | ξελογιάσει | ||
β' ενικ. | ξελόγιασες | θα ξελογιάσεις | να ξελογιάσεις | ξελόγιασε | ||
γ' ενικ. | ξελόγιασε | θα ξελογιάσει | να ξελογιάσει | |||
α' πληθ. | ξελογιάσαμε | θα ξελογιάσουμε | να ξελογιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξελογιάσατε | θα ξελογιάσετε | να ξελογιάσετε | ξελογιάστε | ||
γ' πληθ. | ξελόγιασαν ξελογιάσαν(ε) |
θα ξελογιάσουν(ε) | να ξελογιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξελογιάσει | είχα ξελογιάσει | θα έχω ξελογιάσει | να έχω ξελογιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξελογιάσει | είχες ξελογιάσει | θα έχεις ξελογιάσει | να έχεις ξελογιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξελογιάσει | είχε ξελογιάσει | θα έχει ξελογιάσει | να έχει ξελογιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξελογιάσει | είχαμε ξελογιάσει | θα έχουμε ξελογιάσει | να έχουμε ξελογιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξελογιάσει | είχατε ξελογιάσει | θα έχετε ξελογιάσει | να έχετε ξελογιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξελογιάσει | είχαν ξελογιάσει | θα έχουν ξελογιάσει | να έχουν ξελογιάσει |
|
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ΞΕΛΟΓΙΆΖΕΙΝ, § 1013, Τόμος Α΄ - du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]
- ↑ ξελογιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)