εξωθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξωθώ < αρχαία ελληνική ἐξωθέω / ἐξωθῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pousser)
Ρήμα
επεξεργασίαεξωθώ (παθητική φωνή: εξωθούμαι)
- ωθώ με βία και προς τα έξω
- (μεταφορικά) πιέζω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει ή κάτι που θα έχει άσχημα αποτελέσματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξωθώ | εξωθούσα | θα εξωθώ | να εξωθώ | εξωθώντας | |
β' ενικ. | εξωθείς | εξωθούσες | θα εξωθείς | να εξωθείς | (εξώθει) | |
γ' ενικ. | εξωθεί | εξωθούσε | θα εξωθεί | να εξωθεί | ||
α' πληθ. | εξωθούμε | εξωθούσαμε | θα εξωθούμε | να εξωθούμε | ||
β' πληθ. | εξωθείτε | εξωθούσατε | θα εξωθείτε | να εξωθείτε | εξωθείτε | |
γ' πληθ. | εξωθούν(ε) | εξωθούσαν(ε) | θα εξωθούν(ε) | να εξωθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξώθησα | θα εξωθήσω | να εξωθήσω | εξωθήσει | ||
β' ενικ. | εξώθησες | θα εξωθήσεις | να εξωθήσεις | εξώθησε | ||
γ' ενικ. | εξώθησε | θα εξωθήσει | να εξωθήσει | |||
α' πληθ. | εξωθήσαμε | θα εξωθήσουμε | να εξωθήσουμε | |||
β' πληθ. | εξωθήσατε | θα εξωθήσετε | να εξωθήσετε | εξωθήστε | ||
γ' πληθ. | εξώθησαν εξωθήσαν(ε) |
θα εξωθήσουν(ε) | να εξωθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξωθήσει | είχα εξωθήσει | θα έχω εξωθήσει | να έχω εξωθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξωθήσει | είχες εξωθήσει | θα έχεις εξωθήσει | να έχεις εξωθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξωθήσει | είχε εξωθήσει | θα έχει εξωθήσει | να έχει εξωθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξωθήσει | είχαμε εξωθήσει | θα έχουμε εξωθήσει | να έχουμε εξωθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξωθήσει | είχατε εξωθήσει | θα έχετε εξωθήσει | να έχετε εξωθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξωθήσει | είχαν εξωθήσει | θα έχουν εξωθήσει | να έχουν εξωθήσει |
|