ενεστώτας compel
γ΄ ενικό ενεστώτα compels
αόριστος compelled
παθητική μετοχή compelled
ενεργητική μετοχή compelling

compel (en)

  • (μεταβατικό) αναγκάζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνω, τον κάνω να κάνει κάτι
    ⮡  I did not want to resign but they compelled me to.
    Δεν ήθελα να παραιτηθώ αλλά με ανάγκασαν.
    ⮡  They compelled him to go.
    Τον εξανάγκασαν να πάει.
    ⮡  The law compels parents to send their children to school.
    Ο νόμος υποχρεώνει τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη force