Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
compelled
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
compelled
(en)
υποχρεωμένος
he felt
compelled
to join forces with his fellow students
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
compelled
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
compel