↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποχρεωμένος η υποχρεωμένη το υποχρεωμένο
      γενική του υποχρεωμένου της υποχρεωμένης του υποχρεωμένου
    αιτιατική τον υποχρεωμένο την υποχρεωμένη το υποχρεωμένο
     κλητική υποχρεωμένε υποχρεωμένη υποχρεωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποχρεωμένοι οι υποχρεωμένες τα υποχρεωμένα
      γενική των υποχρεωμένων των υποχρεωμένων των υποχρεωμένων
    αιτιατική τους υποχρεωμένους τις υποχρεωμένες τα υποχρεωμένα
     κλητική υποχρεωμένοι υποχρεωμένες υποχρεωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποχρεωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υποχρεώνω

υποχρεωμένος

  1. δεσμευμένος με νομικό δεσμό
    οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να υποστηρίζουν οικονομικά τα παιδιά τους
  2. δεσμευμένος με ηθικά δεσμά
    είμαι υποχρεωμένος σ' αυτόν, έχει κάνει τόσα πράγματα για μένα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία