υποχρεωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποχρεωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υποχρεώνω
Μετοχή
επεξεργασίαυποχρεωμένος
- δεσμευμένος με νομικό δεσμό
- οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να υποστηρίζουν οικονομικά τα παιδιά τους
- δεσμευμένος με ηθικά δεσμά
- είμαι υποχρεωμένος σ' αυτόν, έχει κάνει τόσα πράγματα για μένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποχρεωμένος
|