Δείτε επίσης: ἠθικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηθικός η ηθική το ηθικό
      γενική του ηθικού της ηθικής του ηθικού
    αιτιατική τον ηθικό την ηθική το ηθικό
     κλητική ηθικέ ηθική ηθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηθικοί οι ηθικές τα ηθικά
      γενική των ηθικών των ηθικών των ηθικών
    αιτιατική τους ηθικούς τις ηθικές τα ηθικά
     κλητική ηθικοί ηθικές ηθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηθικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠθικός (που αναφέρεται στα ήθη, τον χαρακτήρα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική moral
για τη φιλοσοφία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική moral[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.θiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐θι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ηθικός

  1. σχετικός με την ηθική· αυτός που σχετίζεται με εγκρατή, λειτουργική, κοινωνικά αποδεκτή κι ενίοτε αξιέπαινη συμπεριφορά
  2. (σπάνιο, λόγιο) ο ηθολογικός· σχετικός με το ήθος (είτε ως συμπεριφορά είτε ως ηθική)
  3. (φιλοσοφία) που μελετά το καλό και το κακό

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ήθος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία