Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηθικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ηθικότητ
α
οι
ηθικότητ
ες
γενική
της
ηθικότητ
ας
των
ηθικοτήτ
ων
αιτιατική
την
ηθικότητ
α
τις
ηθικότητ
ες
κλητική
ηθικότητ
α
ηθικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηθικότητα
< (
καθαρεύουσα
) ηθικότης <
ηθικός
+
-ότης
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.θiˈko.ti.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηθικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
ηθικός
, η
ιδιότητα
του
ηθικού
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
εντιμότητα
)
(
ευσυνειδησία
)
ηθική
(
ήθος
)
χρηστοήθεια
χρηστότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ηθικός
και
ήθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηθικότητα
αγγλικά
:
morality
(en)
γαλλικά
:
moralité
(fr)
γερμανικά
:
Sittlichkeit
(de)
ρουμανικά
:
onestitate
(ro)