ήθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ήθος | τα | ήθη |
γενική | του | ήθους | των | ηθών |
αιτιατική | το | ήθος | τα | ήθη |
κλητική | ήθος | ήθη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ήθος < αρχαία ελληνική ἦθος < ἔθος < ἔθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swe-dʰh₁ < *swe- (εαυτός) + *dʰeh₁- (θέτω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαήθος ουδέτερο
- η προσωπική ηθική ιδιοσυγκρασία
- δεν επιτρέπω σε κανέναν να αμφισβητεί το ήθος και την ακεραιότητά μου
- ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά ενός ατόμου
- πώς χαρακτηρίζεται το ήθος του ήρωα στην πρώτη σκηνή της τραγωδίας;
- (στον πληθυντικό) οι κοινωνικές μορφές συμπεριφοράς
- τα χρηστά ήθη, τα πολιτικά ήθη
- (στον πληθυντικό) οι καθιερωμένες μορφές συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν έναν πολιτισμό
- τα ήθη και τα έθιμα