πολιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολιτισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολιτισμός < αρχαία ελληνική πολίτης + -ισμός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική civilisation
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολιτισμός αρσενικό
- το σύνολο των ανθρώπινων επιτευγμάτων στον τεχνικό και πνευματικό τομέα
- (στην ιστορία και προϊστορία) τα ιδιαίτερα επιτεύγματα μιας κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη εποχή στον τεχνικό και πνευματικό τομέα
- ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, ο πολιτισμός της Εποχής του Χαλκού
- το σύνολο της υλικής και άυλης δημιουργίας ενός λαού στη διάρκεια των εξελίξεών του με σκοπό την κάλυψη των αναγκών του.
- η ανθρώπινη κοινωνία εν γένει
- έζησε σαν τον Ροβινσώνα μακριά από τον πολιτισμό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολιτισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πολιτισμός | οἱ | πολιτισμοί |
γενική | τοῦ | πολιτισμοῦ | τῶν | πολιτισμῶν |
δοτική | τῷ | πολιτισμῷ | τοῖς | πολιτισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | πολιτισμόν | τοὺς | πολιτισμούς |
κλητική ὦ! | πολιτισμέ | πολιτισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιτισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολιτισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολιτισμός < αρχαία ελληνική πολίτ(ης) + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολιτισμός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) διοίκηση που σχετίζεται με τις δημόσιες υποθέσεις
- ※ ἀλλ’ οὖν ὅμως ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἐπρέσβευσεν εἰς Δημητριάδα πρὸς Ἀντίγονον καὶ οὐκ ἐπέτυχε. τὸ πᾶν δὴ διέτριβεν ἐν τῇ Ἀκαδημείᾳ τὸν πολιτισμὸν ἐκτοπίζων. (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, 4, 39) → λείπει η μετάφραση
Πηγές
επεξεργασία- πολιτισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολιτισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.