culture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
culture | cultures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαculture (en)
- η κουλτούρα, ο πολιτισμός
- ⮡ popular culture - λαϊκός πολιτισμός
- (μετρήσιμο, βιολογία) η καλλιέργεια, μια ομάδα κυττάρων ή βακτηρίων, ειδικά ένα που λαμβάνεται από ένα άτομο ή ένα ζώο και έχει αναπτυχθεί για ιατρική ή επιστημονική μελέτη ή για την παραγωγή τροφής
- ⮡ culture of microbes in a test tube - καλλιέργεια μικροβίων σε δοκιμαστικό σωλήνα
- ⮡ urine/blood culture for diagnostic purposes - καλλιέργεια ούρων/αίματος για διαγνωστικούς σκοπούς
- ⮡ pearl culture - καλλιέργεια μαργαριταριών
- ≈ συνώνυμα: cultivation
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- culture στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
culture | cultures |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαculture (fr) θηλυκό
- η καλλιέργεια
- η κουλτούρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- agriculture
- agrumiculture
- apiculture
- aquaculture
- aquiculture
- arboriculture
- aviculture
- capilliculture
- carpiculture
- céréaliculture
- conchyliculture
- contre-culture
- coproculture
- cyberculture
- floriculture
- héliciculture
- hémoculture
- horticulture
- inculture
- lombriculture
- maïsiculture
- monoculture
- motoculture
- mytiliculture
- oléiculture
- osiériculture
- ostréiculture
- pisciculture
- polyculture
- pomiculture
- pomoculture
- puériculture
- riziculture
- salmoniculture
- sériciculture
- sylviculture
- trufficulture
- truiticulture
- trutticulture
- viticulture