ενικός         πληθυντικός  
sylviculture sylvicultures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sylviculture (fr) θηλυκό

  1. η δασοκομία, η δασοκαλλιέργεια
  2. η δασολογία
  3. η δασοπονία