δασοπονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ða.so.poˈni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδασοπονία θηλυκό
- επιστήμη, κλάδος της δασολογίας, που μεριμνά για τη διαχείριση των δασών και την εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- δασοπονικός
- δασοπόνος
- → δείτε τις λέξεις δάσος και πόνος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- δασοπονία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία δασοπονία