↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασοπονικός η δασοπονική το δασοπονικό
      γενική του δασοπονικού της δασοπονικής του δασοπονικού
    αιτιατική τον δασοπονικό τη δασοπονική το δασοπονικό
     κλητική δασοπονικέ δασοπονική δασοπονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασοπονικοί οι δασοπονικές τα δασοπονικά
      γενική των δασοπονικών των δασοπονικών των δασοπονικών
    αιτιατική τους δασοπονικούς τις δασοπονικές τα δασοπονικά
     κλητική δασοπονικοί δασοπονικές δασοπονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δασοπονικός < δασοπονία / δασοπόνος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

δασοπονικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία