δασοπόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδασοπόνος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που ασχολείται με τη δασοπονία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δασοπόνος
|
δασοπόνος αρσενικό ή θηλυκό
|