επιστήμονας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | επιστήμονας | οι | επιστήμονες |
γενική | του του/της |
επιστήμονα επιστήμονος |
των | επιστημόνων |
αιτιατική | τον/την | επιστήμονα | τους/τις | επιστήμονες |
κλητική | επιστήμονα | επιστήμονες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιστήμονας < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἐπιστήμων < ἐπιστήμ(η) + -ων (-ονας)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ.piˈsti.mɔ.nas/
- συλλαβισμός : ε‐πι‐στή‐μο‐νας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιστήμονας αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό, σπανιότερα: επιστημόνισσα)
- άνθρωπος που μπορεί να χρησιμοποιήσει την επιστημονική μέθοδο για να διεξάγει έρευνα και να εξελίξει τις γνώσεις ενός τομέα
- (μεταφορικά) κάποιος που είναι άριστος σε ένα αντικείμενο
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιστήμονας