sciencisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sciencisto | sciencistoj |
αιτιατική | scienciston | sciencistojn |
sciencisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sciencisto | sciencistoj |
αιτιατική | scienciston | sciencistojn |
sciencisto (eo)