Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νευροεπιστήμονας οι νευροεπιστήμονες
      γενική του νευροεπιστήμονα των νευροεπιστημόνων
    αιτιατική τον νευροεπιστήμονα τους νευροεπιστήμονες
     κλητική νευροεπιστήμονα νευροεπιστήμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροεπιστήμονας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neuroscientist < neuro- (νευρο-) + scientist (επιστήμονας)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.vɾo.e.piˈsti.mo.nas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροεπιστήμονας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία