Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιστημονική μέθοδος οι επιστημονικές μέθοδοι
      γενική της επιστημονικής μεθόδου των επιστημονικών μεθόδων
    αιτιατική την επιστημονική μέθοδο τις επιστημονικές μεθόδους
     κλητική επιστημονική μέθοδε επιστημονικές μέθοδοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιστημονική μέθοδος < → δείτε τις λέξεις επιστημονικός και μέθοδος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

επιστημονική μέθοδος θηλυκό

  • μέθοδος απόκτησης γνώσης, με την οποία οι επιστήμονες καταλήγουν σε συμπεράσματα και θεωρίες
    Η επιστημονική μέθοδος περιλαμβάνει: την παρατήρηση, την υπόθεση, το πείραμα και το συμπέρασμα.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία