θεωρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεωρία | οι | θεωρίες |
γενική | της | θεωρίας | των | θεωριών |
αιτιατική | τη | θεωρία | τις | θεωρίες |
κλητική | θεωρία | θεωρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεωρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεωρία (κοίταγμα, στοχασμός, (ελληνιστική κοινή): φιλοσοφική υπόθεση) & λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική théorie ή από την αγγλική theory[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθεωρία θηλυκό
- ένα ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών και προτάσεων που συνιστά μια ιδιαίτερη προσέγγιση ενός φιλοσοφικού, επιστημονικού, πολιτικού, οικονομικού ή άλλου ζητήματος
- ↪ η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα
- (φυσικές επιστήμες) ένα συνεκτικό σύνολο αξιωμάτων που αποπειράται να εξηγήσει ένα σύνολο φαινομένων
- ↪ η θεωρία της σχετικότητας
- μια υπόθεση που αποπειράται να δώσει εξήγηση σε ένα πρόβλημα
- η νοητική επεξεργασία ενός ζητήματος σε αντίθεση με την πράξη
- ※ Είναι φορές που ανάμεσα θεωρία και πράξη δυσκολευόμαστε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (στο σχολείο) οι γενικές αρχές μιας επιστήμης ή μαθήματος που διδάσκονται ώστε ο σπουδαστής να μπορεί να επιλύσει αντίστοιχες ασκήσεις ή να είναι έτοιμος για το μάθημα που διδάσκεται στο εργαστήριο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη θεωρός
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεωρία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θεωρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θεωρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεωρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.