Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
teoria teorie

teoria (it)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɛˈɔrʲja/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

teoria (pl) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

teoria (fi)