θεωρείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θεωρείο | τα | θεωρεία |
γενική | του | θεωρείου | των | θεωρείων |
αιτιατική | το | θεωρείο | τα | θεωρεία |
κλητική | θεωρείο | θεωρεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεωρείο, λόγια λέξη < (ελληνιστική κοινή) θεωρεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεωρείο ουδέτερο
- περιορισμένος χώρος για θεατές σε θεατρική - κινηματογραφική αίθουσα σε υπερυψωμένη θέση γύρω από την πλατεία, ο οποίος προσφέρει καλύτερη θέα και σχετική απομόνωση σε προνομιούχους θεατές