loge
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- loge < παλαιά γαλλική loge
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
loge | loges |
loge (fr) θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) η στοά
- η καμαρίνι
- το θυρωρείο
- το θεωρείο
ενικός | πληθυντικός |
loge | loges |
loge (fr) θηλυκό