Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
loge loges

loge (fr) θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) η στοά
  2. η καμαρίνι
  3. το θυρωρείο
  4. το θεωρείο