γαλαρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλαρία | οι | γαλαρίες |
γενική | της | γαλαρίας | των | γαλαριών |
αιτιατική | τη | γαλαρία | τις | γαλαρίες |
κλητική | γαλαρία | γαλαρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαλαρία < (άμεσο δάνειο) βενετική galaria < μεσαιωνική λατινική galeria[1] (9ος αιώνας μ.Χ.) < λατινική Galilaea[2] < ελληνιστική κοινή Γαλιλαία (αντιδάνειο) < εβραϊκή גלילה (gliláh) < גליל (galíl: κύλινδρος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλαρία θηλυκό
- η στοά υπόγεια, τούνελ σε ορυχεία ή γενικά κάτω από τη γη, όμως συνηθως για τεχνητό έργο με ξύλινη υποστήριξη και όχι για φυσικό υπόγειο διάδρομο
- (μεταφορικά) ο εξώστης σε θέατρο (με φτηνότερο εισιτήριο και συνήθως πιο φασαριόζικο κοινό)
- (μεταφορικά) η ομάδα που αποδοκιμάζει από το βάθος ή από κάπου ψηλά ή που συμπεριφέρεται σαν γαλαρία, ομαδικά, ανεξαρτήτως θέσεως
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ Υπάρχει και η άποψη < δημώδης λατινική calaria < αρχαία ελληνική κᾶλον / κῆλον (ξύλο (για καύση, (συνεκδοχικά) πλοίο, στέγη) (αντιδάνειο) Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.