Ουσιαστικό

επεξεργασία

gallery (en)

  1. η στοά
  2. η γκαλερί (εκθεσιακός χώρος ή κατάστημα πώλησης έργων τέχνης)
  3. ο εξώστης σ' ένα κινηματογράφο, η "γαλαρία"· το υπερώο του ναού