γκαλερί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκαλερί < (άμεσο δάνειο) γαλλική galerie < μεσαιωνική λατινική galeria (9ος αιώνας μ.Χ.) < λατινική Galilaea < ελληνιστική κοινή Γαλιλαία (αντιδάνειο) < εβραϊκή גלילה (gliláh) < גליל (galíl: κύλινδρος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκαλερί θηλυκό άκλιτο
- η αίθουσα στην οποία εκτίθενται έργα τέχνης, συνήθως προς πώληση