Δείτε επίσης: ἐκτίθεμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτίθεμαι < αρχαία ελληνική ἐκτίθεμαι, μέση φωνή του ἐκτίθημι < ἐκ + τίθημι

εκτίθεμαι, π.αόρ.: εκτέθηκα, μτχ.π.π.: εκτεθειμένος, (ενεργ.: εκθέτω)