εκτεθειμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτεθειμένος < παθητική μετοχή παρακειμένου του εκτίθεμαι
Μετοχή
επεξεργασίαεκτεθειμένος
- απροστάτευτος, απροφύλακτος, ακάλυπτος
- το σπίτι ήταν εκτεθειμένο στο βοριά
- που κινδυνεύει να αμφισβητηθεί η ακεραιότητά του
- εγγυήθηκα για το χρέος σου και με άφησες εκτεθειμένο