↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκθετικός η εκθετική το εκθετικό
      γενική του εκθετικού της εκθετικής του εκθετικού
    αιτιατική τον εκθετικό την εκθετική το εκθετικό
     κλητική εκθετικέ εκθετική εκθετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκθετικοί οι εκθετικές τα εκθετικά
      γενική των εκθετικών των εκθετικών των εκθετικών
    αιτιατική τους εκθετικούς τις εκθετικές τα εκθετικά
     κλητική εκθετικοί εκθετικές εκθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκθετικός < ελληνιστική ἐκθετικός < ἐκθέτης < ἐκτίθημι

  Επίθετο

επεξεργασία

εκθετικός, -ή, -ό

  1. (μαθηματικά) (για συναρτήσεις) του οποίου η μεταβλητή είναι εκθέτης σε κάποια σταθερά η οποία, με τη σειρά της, δεν ισούται με το μηδέν ή τη μονάδα
  2. (μεταφορικά) που μεταβάλλεται με επιταχυνόμενο ρυθμό όπως οι εκθετικές συναρτήσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία