εκθετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκθετικός < ελληνιστική ἐκθετικός < ἐκθέτης < ἐκτίθημι
Επίθετο
επεξεργασίαεκθετικός, -ή, -ό
- (μαθηματικά) (για συναρτήσεις) του οποίου η μεταβλητή είναι εκθέτης σε κάποια σταθερά η οποία, με τη σειρά της, δεν ισούται με το μηδέν ή τη μονάδα
- (μεταφορικά) που μεταβάλλεται με επιταχυνόμενο ρυθμό όπως οι εκθετικές συναρτήσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκθετικός