• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

επιταχύνω

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επιταχύνω < αρχαία ελληνική ἐπιταχύνω < ἐπί + ταχύνω

  ΡήμαΕπεξεργασία

επιταχύνω

  • αλλάζω το μέτρο ή/και τη διεύθυνση της ταχύτητας ενός σώματος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αποεπιταχύνω
  • επιτάχυνση
  • επιταχυντής
  • επιταχυντικά
  • επιταχυντικός
  • → δείτε τις λέξεις επί, ταχύνω και ταχύς

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • αποεπιταχύνω
  • επιβραδύνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επιταχύνω
  • αγγλικά : accelerate (en), step up (en), fast track (en)
  • γαλλικά : accélérer (fr)
  • γερμανικά : beschleunigen (de)
  • πορτογαλικά : acelerar (pt)
  • σουηδικά : accelerera (sv)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επιταχύνω&oldid=4565198"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Μαρτίου 2020, στις 03:39

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Μαρτίου 2020, στις 03:39.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie