επιταχυντής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιταχυντής < επιταχύνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική accélérateur)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιταχυντής αρσενικό
- (λόγιο) γκάζι
- (χημεία) ουσία που συμβάλλει στην επιτάχυνση μιας χημικής αντίδρασης
- (φυσική) μηχανή ή συσκευή που συμβάλλει στην επιτάχυνση ηλεκτρονίων, πρωτονίων κι άλλων φορτισμένων σωματιδίων προσδίδοντάς τους ενέργεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιταχυντής