πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσκευή οι συσκευές
      γενική της συσκευής των συσκευών
    αιτιατική τη συσκευή τις συσκευές
     κλητική συσκευή συσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συσκευή θηλυκό

  1. κατασκευή που αποτελείται από διάφορα επιμέρους εξαρτήματα ή μηχανισμούς και εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία ή εργασία
  2. (πληροφορική) device: είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) και την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρέχει ή δέχεται δεδομένα
      Διακρίνονται σε συσκευές εισόδου, εξόδου, εισόδου και εξόδου και περιφερειακές συσκευές

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία