συσκευή
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συσκευή | οι | συσκευές |
γενική | της | συσκευής | των | συσκευών |
αιτιατική | τη | συσκευή | τις | συσκευές |
κλητική | συσκευή | συσκευές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συσκευή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συσκευή < σύν (συ-) + αρχαία ελληνική σκευή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική appareil) [1]
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.sceˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐σκευ‐ή
Ουσιαστικό Επεξεργασία
συσκευή θηλυκό
- κατασκευή που αποτελείται από διάφορα επιμέρους εξαρτήματα ή μηχανισμούς και εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία ή εργασία
- (πληροφορική) device: είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) και την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρέχει ή δέχεται δεδομένα
- ↪ Διακρίνονται σε συσκευές εισόδου, εξόδου, εισόδου και εξόδου και περιφερειακές συσκευές
Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία
- συσκευή αποθήκευσης
- συσκευή δικτύου
- συσκευή εισόδου, συσκευή εισαγωγής
- συσκευή εκκίνησης
- συσκευή κατάδειξης
- συσκευή χειρός
- τερματική συσκευή δεδομένων
Δείτε επίσης Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
συσκευή
Επεξεργασία
- ↑ συσκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συσκευή | αἱ | συσκευαί |
γενική | τῆς | συσκευῆς | τῶν | συσκευῶν |
δοτική | τῇ | συσκευῇ | ταῖς | συσκευαῖς |
αιτιατική | τὴν | συσκευήν | τὰς | συσκευᾱ́ς |
κλητική ὦ! | συσκευή | συσκευαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συσκευᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συσκευαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συσκευή < σύν (συ-) + αρχαία ελληνική σκευή
Ουσιαστικό Επεξεργασία
συσκευή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- ετοιμασία, προετοιμασία
- σκηνική κατασκευή, προετοιμασία για ανέβασμα θεατρικής παράστασης
- (μεταφορικά) δόλος, μηχανορραφία
Πηγές Επεξεργασία
- συσκευή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.