Ετυμολογία

επεξεργασία
συσκευή χειρός < → δείτε τις λέξεις συσκευή και χείρα

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

συσκευή χειρός (en)

  • συσκευή αρκετά μικρή και ελαφριά, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί κρατώντας την στην παλάμη, στο χέρι ή το πολύ στα δύο χέρια

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «χειρός», «χειρόφερτος» από αναζήτηση «hand-held» και «handheld» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.