Δείτε επίσης: χεῖρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χείρα οι χείρες
      γενική της χειρός των χειρών
    αιτιατική τη χείρα τις χείρες
     κλητική χείρα χείρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χείρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χείρ, από την αιτιατική ενικού χεῖρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈçi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χεί‐ρα
ομόηχο: χήρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χείρα θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία