χειροποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειροποίητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειροποίητος,[1] σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική handmade[2]. Δείτε χειρο-, -ποίητος και το αρχαίο ποιητός, ποιέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çi.ɾoˈpi.i.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐ποί‐η‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαχειροποίητος, -η, -ο
- δουλεμένος, κατασκευασμένος στο χέρι, όχι από μηχανή
- ⮡ χειροποίητο πουλόβερ, πλεγμένο στο χέρι, χειροποίητο ψωμί
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ χειροποίητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχειροποίητος < (χείρ]) χειρο- + ποιητός (ποιέω)
Επίθετο
επεξεργασίαχειροποίητος, -ος, -ον
- που είναι έργο ανθρώπου, ούτε της φύσης ούτε των θεών
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 149
- ὅτι δὲ χειροποίητος ἐστὶ η λίμνη καὶ ὀρυκτή, αὐτὴ δηλοῖ: ἐν γὰρ μέσῃ τῇ λίμνῃ μάλιστά κῃ ἑστᾶσι δύο πυραμίδες, τοῦ ὕδατος ὑπερέχουσαι πεντήκοντα ὀργυιὰς ἑκατέρη, καὶ τὸ κατ᾽ ὕδατος οἰκοδόμηται ἕτερον τοσοῦτο
- και ότι αυτή η λίμνη είναι ανθρώπινο έργο και είναι σκαμμένη, γίνεται φανερό από το εξής: σχεδόν στο κέντρο της υψώνονται δύο πυραμίδες που το ύψος τους πάνω από το νερό είναι πενήντα οργιές όμως άλλο τόσο είναι και το χτισμένο μέρος τους κάτω από το νερό - *::: Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὅτι δὲ χειροποίητος ἐστὶ η λίμνη καὶ ὀρυκτή, αὐτὴ δηλοῖ: ἐν γὰρ μέσῃ τῇ λίμνῃ μάλιστά κῃ ἑστᾶσι δύο πυραμίδες, τοῦ ὕδατος ὑπερέχουσαι πεντήκοντα ὀργυιὰς ἑκατέρη, καὶ τὸ κατ᾽ ὕδατος οἰκοδόμηται ἕτερον τοσοῦτο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 3.5 Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ὁδὸς δὲ μία ὁρωμένη ἦν ἄγουσα ἄνω ὥσπερ χειροποίητος: ταύτῃ ἐπειρῶντο διαβαίνειν οἱ Ἕλληνες
- ※ Στράβων Γεωγραφικά, 17, 1
- θέλοντες φόβῳ τῶν ἔξωθεν ἐφόδων καταράκτας χειροποιήτους κατεσκευάκεισαν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 149
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χειροποίητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειροποίητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.