Δείτε επίσης: ποιώ
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ποιέω > ποιῶ    ποιοῦμαι 
Παρατατικός  ἐποίουν   ἐποιούμην 
Μέλλοντας  ποιήσω   ποιήσομαι & ποιηθήσομαι 
Αόριστος  ἐποίησα   ἐποιησάμην & ἐποιήθην 
Παρακείμενος  πεποίηκα   πεποίημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεποιήκειν   ἐπεποιήμην 
Συντελ.Μέλλ.  πεποιηκώς ἔσομαι   πεποιημένος ἔσομαι 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποιέω < ποιϝέω‎ < *ποιϝός ‎< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷei-u (μαζεύω, συγκεντρώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷey-. Συγγενή: αβεστική 𐬗𐬌𐬥𐬎𐬎𐬀𐬧𐬙- (cinuuaṇt-, μετοχή ενεστώτα), σανσκριτική चिनोति (cinóti)[1] → και δείτε τη ρίζα *kʷey-

ποιέω / ποιῶ (μεσοπαθητική φωνή: ποιέομαι / ποιοῦμαι)

  1. (και στη μεσοπαθητική φωνή) ποιώ, ενεργώ, κατασκευάζω, πράττω, κάνω, δημιουργώ
    → δείτε παράθεμα στο ποιήσας
  2. (+ αιτιατική, και στη μεσοπαθητική φωνή) καθιστώ κάποιον κάτι, του δίνω μια ιδιότητα (π.χ. τον προάγω) ή του προξενώ κάτι
    ποιῶ τινά στρατηγόν
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 82.1
    ἐπειδὴ δ᾽ οὖν δι᾽ ἡμέρας βάλλοντες πανταχόθεν τοὺς Ἀθηναίους καὶ ξυμμάχους ἑώρων ἤδη τεταλαιπωρημένους τοῖς τε τραύμασι καὶ τῇ ἄλλῃ κακώσει, κήρυγμα ποιοῦνται Γύλιππος καὶ Συρακόσιοι
    Αφού, λοιπόν, έριχναν όλη την ημέρα, απ᾽ όλες τις μεριές, απάνω στους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, όταν τους είδαν εξαντλημένους και από τα τραύματα και από την άλλη κακουχία, ο Γύλιππος, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους έβγαλαν προκήρυξη.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. (+ αιτιατική & απαρέμφατο) κάνω κάποιον να προβεί σε μια ενέργεια

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

παράγωγα και σύνθετα

και

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.