Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανταχόθεν < πανταχοῦ + -θεν

  Επίρρημα επεξεργασία

πανταχόθεν

  • (λόγιο) από παντού, από όλες τις μεριές
    το νέο νομοσχέδιο βάλλεται πανταχόθεν

Αντώνυμα: ουδαμόθεν

  Μεταφράσεις επεξεργασία