ουδαμόθεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουδαμόθεν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐδαμόθεν
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /u.ðaˈmo.θen/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐δα‐μό‐θεν
Επίρρημα επεξεργασία
ουδαμόθεν τοπικό
- (αρχαιοπρεπές) από κανένα τόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουδαμόθεν
|