Κατηγορία:Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Υφολογικές κατηγορίες » Λόγιοι όροι » Αρχαιοπρεπείς όροι ««« |
Για τους συντάκτες:
|
Σελίδες στην κατηγορία "Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 625 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβληχρός
- αγαθάγγελος
- αγλαός
- αγνείας πείρα
- άγος
- αδιακώλυτος
- αδολέσχης
- αιδημόνως
- αιδήμων
- αιματόχρους
- αινώ
- ακήρατος
- άκμων
- ακραδάντως
- αλιεύς
- αλλάσσω
- αλλαχού
- αμεταμορφώτως
- αμετατοπίστως
- άναξ
- ανειμένος
- ανενοχλησία
- ανεπίβατος
- ανεφίκτως
- ανθιστάμενος
- ανίπταμαι
- αντιλήπτωρ
- αντωπός
- ανωφερώς
- άπαγε
- άπαις
- απαξάπας
- απειράκις
- απειρόγαμος
- απερικάλυπτος
- άπνους
- αποβιώ
- απολωλός
- απολωλώς
- αποξενούμαι
- απόπτυσμα
- αποπτύω
- αποσβεσθείς
- αποσμήχω
- αποταχθείς
- άπους
- απροβούλευτος
- αργουσών
- αργυρολογία
- αργών
- αριστερός
- αριφραδής
- αρχολίπαρος
- άρχων
- ασκαρδαμυκτί
- ασκελής
- αστερόεις
- ασυνάλλακτος
- άτεκνος
- Ατθίς
- άτρητος
- ατριβής
- άτρυτος
- αύθις
- αύλαξ
- αυτοβοεί
- αυτοπαθής
- αυτοπαθώς
- αυτοχειρί
- αυχμηρός
- αφειδία
- αφεστώς
- αφικνούμαι
- άφροντις
- άφρυκτος
- άχαρις
- αχείμαντος
Β
Δ
Ε
- έγγλυμμα
- εγγύθεν
- εγκαλλώπισμα
- εγκρατεύομαι
- έγχυμος
- εδάρη
- εδραίωμα
- εικότως
- εκάς
- εκάς οι βέβηλοι
- έκαστος εφ' ω ετάχθη
- εκάτερος
- έκθυμος
- εκθύμως
- έκπαλαι
- εκρηγνυόμενος
- ελλόγιμος
- ελλογιμότατος
- ελλογιμώτατος
- ελλύχνιον
- εμβαίνω
- εμπτύω
- εμπύρωση
- εναργώς
- εν αρχή
- ενασμενίζομαι
- ενδιαιτώμαι
- ένδον
- ενθένδε
- ένθους
- ενθουσιών
- ενιαυτός
- ενιαχού
- ενιδρύω
- εννεάμερα
- έννους
- ενώπιος
- ενωτίζομαι
- εξαιτούμαι
- εξακριβωμένος
- εξανάσταση
- εξηκριβωμένος
- εξουσιοφρενής
- επαμφοτεριζόντως
- επανάγω
- επαναγωγή
- επέκεινα
- έπηλυς
- επίβλημα
- επικαίω
- επίκριμα
- επιλήνιος
- επινεύω
- επιπλάστως
- επίπλους
- επίπνοια
- επίσαξις
- επιστέφω
- επιφαίνομαι
- επιφοίτηση
- επίχαρις
- επιχαρίτως
- επιχωρίως
- επιών
- επταέτις
- ερρέτω
- έρρωσο
- ερωτιδεύς
- ες
- ετάζω
- ετεροείδεια
- έτερος
- ευαγής
- εύανδρος
- ευαρμόστως
- εύβουλος