εδάρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εδάρη > ἐδάρη, τρίτο ενικό πρόσωπο του ἐδάρην, αορίστου του δέρομαι, παθητικής φωνής του ρήματος δέρω (γδέρνω)
Προφορά επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εδάρη
- (αρχαιοπρεπές) μονοτονική γραφή της λέξης ἐδάρη: δάρθηκε → δείτε τη λέξη δέρνω