μονοτονικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- μονοτονικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονοτονικός. Εννοείται το ουσιαστικό «σύστημα».
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοτονικό ουδέτερο
- (γραμματική) το μονοτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας στο οποίο χρησιμοποιείται μόνο ένα τονικό σημάδι, που ίσχυσε από το 1982 και μετά αντικαθιστώντας το πολυτονικό σύστημα
Σημειώσεις
επεξεργασίαΣτο Βικιλεξικό χρησιμοποιείται
- μονοτονικό σύστημα για τα λήμματα του Τομέα νέων Ελληνικών και των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων.
- Παράρτημα:Γραμματική (νέα ελληνικά) #Τονισμός
- Τα παραθέματα κειμένων αναγράφονται με τη γραφή της πρωτότυπης έκδοσης.
- πολυτονικό σύστημα για τα λήμματα των Τομέων καθαρεύουσας, μεσαιωνικών ελληνικών και αρχαίων ελληνικών.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ※ Νόμος 1228 του 1982, Εφημερίδα Κυβερνήσεως ΦΕΚ 15/11-2-82 (φύλλο 15), τεύχος Α, Άρθρο 2
- Αναζήτηση στο εθνικό τυπογραφείο: Έτος 1982. Τεύχος Α. Αριθμός ΦΕΚ από 15 έως 15
- πηγή pdf Δείτε το Άρθρο 2 στη σελίδα 113. Αθήναι, 30 Ιανουαρίου 1982. Θεωρήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1982. [μεταγραφή σε μονοτονικό]
- Μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο τονισμός του γραπτού ελληνικού λόγου γίνεται σύμφωνα με το μονοτονικό σύστημα.
Με Προεδρικά Διατάγματα που θα προταθούν από τους Υπουργούς Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Προεδρίας της Κυβέρνησης, θα καθορισθούν το είδος του μονοτονικού, οι κανόνες του καθώς και οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος νόμου στην Εκπαίδευση και στη Διοίκηση.
- Μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο τονισμός του γραπτού ελληνικού λόγου γίνεται σύμφωνα με το μονοτονικό σύστημα.
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- μονοτονικό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμονοτονικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μονοτονικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μονοτονικός