Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονοτονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονοτονικ
ός
η
μονοτονικ
ή
το
μονοτονικ
ό
γενική
του
μονοτονικ
ού
της
μονοτονικ
ής
του
μονοτονικ
ού
αιτιατική
τον
μονοτονικ
ό
τη
μονοτονικ
ή
το
μονοτονικ
ό
κλητική
μονοτονικ
έ
μονοτονικ
ή
μονοτονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονοτονικ
οί
οι
μονοτονικ
ές
τα
μονοτονικ
ά
γενική
των
μονοτονικ
ών
των
μονοτονικ
ών
των
μονοτονικ
ών
αιτιατική
τους
μονοτονικ
ούς
τις
μονοτονικ
ές
τα
μονοτονικ
ά
κλητική
μονοτονικ
οί
μονοτονικ
ές
μονοτονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονοτονικός
<
μονο-
+
τόνος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
μονοτονικός
που προβλέπει τη χρήση
μόνο
ενός
τονικού
σημείου
(
τόνου
)
(
ουσιαστικοποιημένο
)
μονοτονικό
Αντώνυμα
επεξεργασία
πολυτονικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
μονότονος
,
μόνος
,
τόνος
και
τείνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονοτονικός
αγγλικά
:
monotonic
(en)