Δείτε επίσης: μονό, Μονό, μονο-, μονό-, μονῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μόνον < μόνος (επίθετο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐νο
τονικό παρώνυμο: μονό

  Επίρρημα επεξεργασία

μόνο

  1. αποκλειστικά, μοναχά
  2. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Σύνδεσμος επεξεργασία

μόνο αντιθετικός σύνδεσμος (που συνδέει αντιθετικά με τα προηγούμενα)

  1. αλλά, όμως
  2. (δηλώνει όρο ή προϋπόθεση) υπό τον όρο, αρκεί να,
    άλλες μορφές: μόνο που
  3. (σε θέση χρονικοϋποθετικού συνδέσμου) εμφατικό
     συνώνυμα: και μόνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μόνο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μόνος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μόνος

  Πηγές επεξεργασία