μόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μόνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μόνον < μόνος (επίθετο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μό‐νο
- τονικό παρώνυμο: μονό
Επίρρημα
επεξεργασίαμόνο
- αποκλειστικά, μοναχά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μόνο
Σύνδεσμος
επεξεργασίαμόνο αντιθετικός σύνδεσμος (που συνδέει αντιθετικά με τα προηγούμενα)
- αλλά, όμως
- (δηλώνει όρο ή προϋπόθεση) υπό τον όρο, αρκεί να,
- άλλες μορφές: μόνο που
- (σε θέση χρονικοϋποθετικού συνδέσμου) εμφατικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μόνο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμόνο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μόνος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μόνος
Πηγές
επεξεργασία- μόνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μόνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)