bare
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
bare (en)
- ελάχιστος, στοιχειώδης
- γυμνός
- (ΗΠΑ) (αργκό) πάρα πολύς
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
bare (en)
Βασκικά (eu) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
bare (eu)
Νορβηγικά (no) επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
bare (no)