Δείτε επίσης: ἀποκαλύπτω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκαλύπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκαλύπτω < ἀπό + καλύπτω

αποκαλύπτω, αόρ.: αποκάλυψα, παθ.φωνή: αποκαλύπτομαι, π.αόρ.: αποκαλύφθηκα/-φτηκα/απεκαλύφθηγ΄πρόσωπο, μτχ.π.π.: αποκαλυμμένος

  1. κάνω κάτι ορατό αφαιρώντας το κάλυμμα ή οτιδήποτε άλλο το έκρυβε
    ⮡  ο μάγος άνοιξε το κουτί, αποκαλύπτοντας το περιεχόμενο του
  2. (μεταφορικά) φανερώνω κάτι που ήταν κρυμμένο ή μυστικό ή που δεν ήταν γνωστό σε αυτούς στους οποίους γίνεται τώρα αντιληπτό, φέρνω κάτι στο φως
    ⮡  το ρεπορτάζ αποκαλύπτει κι άλλες πληροφορίες για το σκάνδαλο

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητικοί αόριστοι: αποκαλύφθηκα, αποκαλύφτηκα και λόγια γ΄πρόσωπα: απεκαλύφθη, απεκαλύφθησαν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία