Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρυμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κρυμμέν
ος
η
κρυμμέν
η
το
κρυμμέν
ο
γενική
του
κρυμμέν
ου
της
κρυμμέν
ης
του
κρυμμέν
ου
αιτιατική
τον
κρυμμέν
ο
την
κρυμμέν
η
το
κρυμμέν
ο
κλητική
κρυμμέν
ε
κρυμμέν
η
κρυμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κρυμμέν
οι
οι
κρυμμέν
ες
τα
κρυμμέν
α
γενική
των
κρυμμέν
ων
των
κρυμμέν
ων
των
κρυμμέν
ων
αιτιατική
τους
κρυμμέν
ους
τις
κρυμμέν
ες
τα
κρυμμέν
α
κλητική
κρυμμέν
οι
κρυμμέν
ες
κρυμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρυμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κρύβω
,
κρύβομαι
Μετοχή
επεξεργασία
κρυμμένος, -η, -ο
που έχει
κρυφτεί
αθέατος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρυμμένος
αγγλικά
:
hidden
(en)
,
holed up
(en)
γαλλικά
:
caché
(fr)
πολωνικά
:
utajony
(pl)
,
ukryty
(pl)
τουρκικά
:
gizli
(tr)
,
saklı
(tr)
,
gizlenmiş
(tr)
,
saklanmış
(tr)