↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυμμένος η κρυμμένη το κρυμμένο
      γενική του κρυμμένου της κρυμμένης του κρυμμένου
    αιτιατική τον κρυμμένο την κρυμμένη το κρυμμένο
     κλητική κρυμμένε κρυμμένη κρυμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυμμένοι οι κρυμμένες τα κρυμμένα
      γενική των κρυμμένων των κρυμμένων των κρυμμένων
    αιτιατική τους κρυμμένους τις κρυμμένες τα κρυμμένα
     κλητική κρυμμένοι κρυμμένες κρυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρύβω, κρύβομαι

κρυμμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία