κρύβομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρύβομαι < κρύβω
Ρήμα
επεξεργασίακρύβομαι
- πηγαίνω σε κάποιο μέρος όπου να μην μπορεί κανείς να με βρει
- πού έχει κρυφτεί πάλι αυτό το παιδί;
- πηγαίνω πίσω από κάποιον ή κάτι ώστε να μην μπορούν να με δουν οι άλλοι
- ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα
- (μεταφορικά) ντρέπομαι ή φοβάμαι να εκφράσω στους άλλους τις σκέψεις μου
- καλά, γιατί κρύβεσαι; πες τους ξεκάθαρα τι θέλεις και θα δεις τι θα πουν!
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρύβω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρύβομαι | κρυβόμουν(α) | θα κρύβομαι | να κρύβομαι | ||
β' ενικ. | κρύβεσαι | κρυβόσουν(α) | θα κρύβεσαι | να κρύβεσαι | (κρύβου) | |
γ' ενικ. | κρύβεται | κρυβόταν(ε) | θα κρύβεται | να κρύβεται | ||
α' πληθ. | κρυβόμαστε | κρυβόμαστε κρυβόμασταν |
θα κρυβόμαστε | να κρυβόμαστε | ||
β' πληθ. | κρύβεστε | κρυβόσαστε κρυβόσασταν |
θα κρύβεστε | να κρύβεστε | (κρύβεστε) | |
γ' πληθ. | κρύβονται | κρύβονταν κρυβόντουσαν |
θα κρύβονται | να κρύβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρύφτηκα | θα κρυφτώ | να κρυφτώ | κρυφτεί | ||
β' ενικ. | κρύφτηκες | θα κρυφτείς | να κρυφτείς | κρύψου | ||
γ' ενικ. | κρύφτηκε | θα κρυφτεί | να κρυφτεί | |||
α' πληθ. | κρυφτήκαμε | θα κρυφτούμε | να κρυφτούμε | |||
β' πληθ. | κρυφτήκατε | θα κρυφτείτε | να κρυφτείτε | κρυφτείτε | ||
γ' πληθ. | κρύφτηκαν κρυφτήκαν(ε) |
θα κρυφτούν(ε) | να κρυφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κρυφτεί | είχα κρυφτεί | θα έχω κρυφτεί | να έχω κρυφτεί | κρυμμένος | |
β' ενικ. | έχεις κρυφτεί | είχες κρυφτεί | θα έχεις κρυφτεί | να έχεις κρυφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κρυφτεί | είχε κρυφτεί | θα έχει κρυφτεί | να έχει κρυφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κρυφτεί | είχαμε κρυφτεί | θα έχουμε κρυφτεί | να έχουμε κρυφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κρυφτεί | είχατε κρυφτεί | θα έχετε κρυφτεί | να έχετε κρυφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κρυφτεί | είχαν κρυφτεί | θα έχουν κρυφτεί | να έχουν κρυφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κρυμμένος - είμαστε, είστε, είναι κρυμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κρυμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κρυμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κρυμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κρυμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κρυμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κρυμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρύβομαι