ντρέπομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντρέπομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ντρέπομαι, μορφή του ἐντρέπομαι < ελληνιστική κοινή ἐντρέπομαι (στρέφω τα νώτα), μέση φωνή του αρχαίου ἐντρέπω < ἐν + τρέπω
Ρήμα
επεξεργασίαντρέπομαι, αόρ.: ντράπηκα (αποθετικό) (ενεργητική φωνή: → δείτε το ρήμα ντροπιάζω)
- νιώθω ντροπή για κάτι άσχημο που έκανα
- έχω ηθικές αναστολές να κάνω κάτι, νιώθω ντροπή να κάνω κάτι
- Ντρέπομαι να τον εξαπατήσω, δεν πρόκειται να το κάνω.
- νιώθω σεβασμό για έναν άνθρωπο ή για κάτι που θεωρώ ότι έχει αξία και δεν θέλω να κάνω κάτι που θα τον/το προσβάλλει
- Ντρέπομαι τον πατέρα σου, διαφορετικά θα σου έκανα μήνυση γι' αυτό μου έκανες.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- εντρέπομαι
- ντρέπουμαι (προφορικό, ιδιωματικό)
Συγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- σα δε ντρέπεσαι! (θα έπρεπε να ντρέπεσαι)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ντρέπομαι | ντρεπόμουν(α) | θα ντρέπομαι | να ντρέπομαι | ||
β' ενικ. | ντρέπεσαι | ντρεπόσουν(α) | θα ντρέπεσαι | να ντρέπεσαι | ||
γ' ενικ. | ντρέπεται | ντρεπόταν(ε) | θα ντρέπεται | να ντρέπεται | ||
α' πληθ. | ντρεπόμαστε | ντρεπόμαστε ντρεπόμασταν |
θα ντρεπόμαστε | να ντρεπόμαστε | ||
β' πληθ. | ντρέπεστε | ντρεπόσαστε ντρεπόσασταν |
θα ντρέπεστε | να ντρέπεστε | ντρέπεστε | |
γ' πληθ. | ντρέπονται | ντρέπονταν ντρεπόντουσαν |
θα ντρέπονται | να ντρέπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ντράπηκα | θα ντραπώ | να ντραπώ | ντραπεί | ||
β' ενικ. | ντράπηκες | θα ντραπείς | να ντραπείς | (ντράπου) | ||
γ' ενικ. | ντράπηκε | θα ντραπεί | να ντραπεί | |||
α' πληθ. | ντραπήκαμε | θα ντραπούμε | να ντραπούμε | |||
β' πληθ. | ντραπήκατε | θα ντραπείτε | να ντραπείτε | ντραπείτε | ||
γ' πληθ. | ντράπηκαν ντραπήκαν(ε) |
θα ντραπούν(ε) | να ντραπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ντραπεί | είχα ντραπεί | θα έχω ντραπεί | να έχω ντραπεί | ||
β' ενικ. | έχεις ντραπεί | είχες ντραπεί | θα έχεις ντραπεί | να έχεις ντραπεί | ||
γ' ενικ. | έχει ντραπεί | είχε ντραπεί | θα έχει ντραπεί | να έχει ντραπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ντραπεί | είχαμε ντραπεί | θα έχουμε ντραπεί | να έχουμε ντραπεί | ||
β' πληθ. | έχετε ντραπεί | είχατε ντραπεί | θα έχετε ντραπεί | να έχετε ντραπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ντραπεί | είχαν ντραπεί | θα έχουν ντραπεί | να έχουν ντραπεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντρέπομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- ντρέπομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). - Κλιτικός πίνακας 180
- δείτε επίσης την προστακτική ντράπου