Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔɔ̃t/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
honte hontes

honte (fr) θηλυκό

  1. η ντροπή
  2. το αίσχος
  3. to όνειδος